- κροντήρι
- το και κροντήρα, η1. πήλινο κανάτι για νερό2. ξύλινο δοχείο κρασιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. κρυω-τήριον (ή κρυωντήριον) «εκείνο που κρυώνει το νερό»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κροντήρι — το 1. πήλινο δοχείο νερού. 2. ξύλινο δοχείο κρασιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κροντήρια — η [κροντήρι] η ποσότητα νερού ή κρασιού που περιέχεται σε ένα κροντήρι ή σε μια κροντήρα … Dictionary of Greek
clondir — CLONDÍR, clondire, s.n. Vas de sticlă cu gâtul scurt şi strâmt, în care se păstrează băuturi. – Din bg. krondir. Trimis de hai, 02.06.2004. Sursa: DEX 98 CLONDÍR s. (reg.) uiagă. (clondir de ţuică.) Trimis de siveco, 24.03.2009. Sursa: Sinonime … Dicționar Român